πεφυρμένη

πεφυρμένη
φύρω
mix
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεφυρμένῃ — φύρω mix perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπλεος — και ποιητ. τ. περίπλειος, ον και περίπλεως, ων, Α 1. ο τελείως γεμάτος από κάτι, κατάμεστος («ὡς δὲ εἶδον τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», Θουκ.) 2. υπεράριθμος, περιττός 3. πλήρης, μεστός («περίπλεω νεφροί», Αριστοτ.) 4. αυτός που περιβάλλεται …   Dictionary of Greek

  • ψύκτα — και ψυκτά, ἡ, Α [ψύχω (II)] (κατά τον Ησύχ.) «ἡ μὴ πολλῷ ὕδατι πεφυρμένη μᾱζα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”